- αδιεκπεραίωτος
- -η, -ο1. αυτός που δε διεκπεραιώθηκε, δεν περατώθηκε: Η δουλειά έμεινε αδιεκπεραίωτη.2. εκείνος που δεν καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο διεκπεραίωσης (δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας): Το έγγραφο ξεχάστηκε αδιεκπεραίωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.